πολυτοκία

πολυτοκία
η
1) высокая рождаемость; 2) плодовитость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πολυτοκία" в других словарях:

  • πολυτοκία — πολυτοκίᾱ , πολυτοκία fecundity fem nom/voc/acc dual πολυτοκίᾱ , πολυτοκία fecundity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτοκίᾳ — πολυτοκίᾱͅ , πολυτοκία fecundity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτοκία — η, ΝΑ [πολύτοκος] η ιδιότητα τού πολυτόκου, το να γεννάει κανείς πολλά παιδιά είτε σε έναν τοκετό είτε επανειλημμένως («ὤστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ, μετὰ τὴν πολυτοκίαν ἀπέθανον», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. ευφορία, γονιμότητα …   Dictionary of Greek

  • πολυτοκίας — πολυτοκίᾱς , πολυτοκία fecundity fem acc pl πολυτοκίᾱς , πολυτοκία fecundity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτοκίαν — πολυτοκίᾱν , πολυτοκία fecundity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγονία — η, ΝΜΑ [πολύγονος] 1. μεγάλη γονιμότητα 2. πολυτοκία («τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε τοῖς δ ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»